Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το Γλαύκωμα;
Δεδομένου ότι οι γλαυκωματικές βλάβες είναι μη αναστρέψιμες, η έγκαιρη διάγνωση του γλαυκώματος είναι το κλειδί στο να αποφευχθεί η βλάβη στο οπτικό νεύρο και η τύφλωση. Συνήθως, η αρχική αντιγλαυκω-ματική θεραπεία είναι η φαρμακευτική αγωγή. Τα ειδικά φάρμακα ελέγχουν την ενδοφθάλμια πίεση προκαλώντας μείωση της παραγωγής του υδατοειδούς υγρού ή και αύξηση της αποχετευτικής λειτουργίας. Οι περισσότεροι ασθενείς ρυθμίζονται με καθημερινή χρήση ενός ή περισσότερων κολλυρίων. Τα κολλύρια αυτά πρέπει να χρησιμοποιούνται τακτικά και πειθαρχημένα από τον ασθενή. Σε περιπτώσεις που η φαρμακευτική αγωγή δεν είναι αποτελεσμα-τική ή επιθυμητή χρησιμοποιούνται οι επεμβατικές προσεγγίσεις. Ανάλογα με τον τύπο γλαυκώματος, ενδείκνυνται συγκε-κριμένα laser εώς χειρουργικές αντιμετωπί-σεις, στις οποίες κατασκευάζονται τεχνητές οδοί αποχέτευσης του υδατοειδούς υγρού. Η χρόνια δέσμευση του ασθενούς με την παρακολούθηση και τις οδηγίες από τον οφθαλμίατρό του είναι απαραίτητη για την διατήρηση της όρασης του. Εξαιτίας του κληρονομικού παράγοντα, συνιστάται στους ενήλικες συγγενείς να υποβάλλονται και αυτοί τακτικά σε οφθαλμολογική εξέταση.
Τι είναι το Γλαύκωμα;Ο όρος «γλαύκωμα» ορίζει μια ομάδα παθήσεων που τις χαρακτηρίζει μια σταδιακή καταστροφή του οπτικού νεύρου. Το οπτικό νεύρο απαρτίζεται από μεγάλο αριθμό νευρικών ινών. Κάθε ίνα του είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά οπτικών ερεθισμάτων προς τον εγκέφαλο από ένα συγκεκριμένο σημείο του αμφιβληστροειδούς. Το σύνολο αυτών των σημείων αποτελεί το οπτικό μας πεδίο. Η πρόκληση βλάβης σε μια δεσμίδα αυτών των ινών οδηγεί σε ελάττωση ή απώλεια της όρασης στο τμήμα του χώρου που αυτή αντιστοιχεί.
Πού οφείλεται το Γλαύκωμα;Υπάρχουν πολλές αιτίες που προκαλούν γλαύκωμα. Κοινός παρανομαστής των περισσοτέρων μορφών, είναι η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης πάνω από τα όρια αντοχής του οπτικού νεύρου.
Η ενδοφθάλμια πίεση καθορίζεται από ένα υγρό που παράγεται μέσα στο μάτι (υδατοειδές υγρό). Αυτό βρίσκεται σε μια κατάσταση συνεχούς ανανέωσης, και απομακρύνεται μέσω ενός ‘αποχετευτικού συστήματος’ τοποθετημένου σε ένα σημείο που ονομάζεται ‘γωνία’. Δυσχέρεια στην απαγωγή του υδατοειδούς υγρού οδηγεί σε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης με συνέπεια βλάβη του οπτικού νεύρου. Υπάρχει όμως και το γλαύκωμα φυσιολογικής πίεσης, στον οποίο κυρίαρχο ρόλο παίζει ο αγγειακός παράγοντας. Η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση χωρίς ακόμη συνοδές αλλοιώσεις των ινών του οπτικού νεύρου καλείται ‘οφθαλμική υπερτονία’.
Προδιαθεσικοί παράγοντες για το γλαύκωμα ειναι η κληρονομικότητα, η γήρανση, ο διαβήτης, η υπέρταση και οι οφθαλμικές φλεγμονές.
Ποια είναι τα συμπτώματα του Γλαυκώματος;
Ένας ασθενής με γλαύκωμα χάνει σταδιακά τμήματα του οπτικού του πεδίου, αρχικά στην περιφέρεια, με αποτέλεσμα η απώλεια όρασης να μην γίνεται εύκολα αντιληπτή. Γι’ αυτό, το γλαύκωμα είναι γνωστό ως ο «ύπουλος ληστής της όρασης». Όσο, όμως, η βλάβη επεκτείνεται, το οπτικό πεδίο επηρεάζεται καταστροφικά. Πρόκειται για μια προοδευτικά εγκαταστημένη αναπηρία με σοβαρές συνέπειες για τη λειτουργικότητα του ασθενούς. Εφόσον οι γλαυκωματικές βλάβες δεν προκαλούν συμπτώματα στα αρχικά στάδια, το γλαύκωμα κατά κανόνα βρίσκεται τυχαία σε έναν γενικό οφθαλμολογικό έλεγχο. Η κληρονομικότητα (οικογενειακό ιστορικό), η προχωρημένη ηλικία (γήρανση), ο διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, οι αγγειακές παθήσεις, η χρήση κορτιζόνης, κ.α. αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες. Στους ύποπτους ασθενείς λοιπόν πραγματοποιείται μία διαγνωστική μελέτη γλαυκώματος, η οποία κλασσικά περιλαμβάνει 5 εξετάσεις:
- τονομέτρηση (μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης),
- γωνιοσκόπηση (εξέταση της ‘γωνίας’),
- παχυμετρία κερατοειδούς (μέτρηση πάχους του ιστού όπου μετριέται η ενδοφθάλμια πίεση),
- οπτική τομογραφία συνοχής (OCT οπτικού νεύρου και των ινών του)
- περιμετρία (έλεγχο οπτικού πεδίου).

